Περιστολή στα ουκρανικά

Μετάφραση: περιστολή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обмежений, знижений, кордонний, зменшений, обмежувати, прикордонний, обмежувальний, стиснутий, обмежити, впокорений, скорочення, зменшення
Περιστολή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιστολή

περιστολή ετυμολογία, περιστολή δημοσίων δαπανών ρύθμιση θεμάτων δημοσιονομικών ελέγχων και άλλες διατάξεις, περιστολή λεξικό, περιστολή συνώνυμο, περιστολή συνώνυμα, περιστολή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, περιστολή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • περιστατικό στα ουκρανικά - охоплення, клієнт, поширення, залягання, валіза, нахиляння, скриня, ...
  • περιστεράκι στα ουκρανικά - матрац, кушетка
  • περιστρέφομαι στα ουκρανικά - крутитися, чергуватися, чергувати, обернутися, революціонізувати, обертатися, прясти, ...
  • περιστρέφω στα ουκρανικά - революціонізувати, обернутися, чергуватися, чергувати, обертатися, slue
Τυχαίες λέξεις
Περιστολή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обмежений, знижений, кордонний, зменшений, обмежувати, прикордонний, обмежувальний, стиснутий, обмежити, впокорений, скорочення, зменшення