Прилюдний στα ελληνικά
Μετάφραση: прилюдний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амортизувати στα ελληνικά - απορροφώ, ξεπληρώνω με δόσεις, αποσβέσει, αποσβέσουν, αποσβέσουν τις, την απόσβεση
- бактеріолог στα ελληνικά - μικροβιολόγος, βακτηριολόγος, βακτηριολόγο, μικροβιολόγο
- дирижабль στα ελληνικά - μηδέν, αεροσκάφος, αερόπλοιο, αερόπλοιου, airship, αεροπλοίου
- жокеї στα ελληνικά - αναβάτες, jockeys, τζόκεϊ, αναβατών, τους αναβάτες
Τυχαίες λέξεις
Прилюдний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες
Μεταφράσεις: φανερός, δημόσιο, κοινό, δημόσια, δημόσιας, δημόσιες