Приміщення στα ελληνικά
Μετάφραση: приміщення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δωμάτιο, οίκος, χώρος, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вартування στα ελληνικά - δασμοί, καθήκον, vartuvannya
- глави στα ελληνικά - αρχηγοί, αρχηγών, αρχηγούς, οι αρχηγοί, τους αρχηγούς
- жандарм στα ελληνικά - αστυνομικός, αστυνομικό, αστυνομικού, αστυνόμος, χωροφύλακα
- жиріти στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
Τυχαίες λέξεις
Приміщення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δωμάτιο, οίκος, χώρος, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση
Μεταφράσεις: δωμάτιο, οίκος, χώρος, κτίριο, κτιρίου, κτήριο, κτηρίου, οικοδόμηση