Приписувати στα ελληνικά
Μετάφραση: приписувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, ιδιότητα, αποδίδω, επιρρίπτω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις
- деревій στα ελληνικά - μυριόφυλλο, Yarrow, αχίλλεια, αχίλλειας
- звичний στα ελληνικά - συμβατικός, συνηθισμένος, ρουτίνα, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, ...
- коханець στα ελληνικά - άψυχος, εραστής, ερωμένη, paramour, αθέμιτος εραστής, ερωμένη παλλακίδα
- марнується στα ελληνικά - σπάταλος, σπατάλη, Μεγάλη χαμένη, χαμένη, φάσης, της φάσης
Τυχαίες λέξεις
Приписувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, ιδιότητα, αποδίδω, επιρρίπτω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις: σε, ιδιότητα, αποδίδω, επιρρίπτω, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα