Припускатися στα ελληνικά

Μετάφραση: припускатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέχομαι, παραδέχομαι, παραχωρώ, αποδέχομαι, υποθέτω, υποτίθεται, τεκμαίρεται, τεκμαίρεται ότι, θεωρείται, θεωρείται ότι, τεκμήριο
Припускатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апоплексія στα ελληνικά - αποπληξία, bloodstroke
  • втікач στα ελληνικά - φυγάς, φυγόδικος, ανεξέλεγκτων, φυγόδικου, διάχυτων
  • здогадний στα ελληνικά - υποθετικός, πιθανός, τεκμαρτή, συμπερασματική, τεκμηρίων
  • кришталь στα ελληνικά - κρύσταλλος, κρύσταλλο, κρυστάλλινα, κρυστάλλου, κρυστάλλων, κρυσταλλική
Τυχαίες λέξεις
Припускатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέχομαι, παραδέχομαι, παραχωρώ, αποδέχομαι, υποθέτω, υποτίθεται, τεκμαίρεται, τεκμαίρεται ότι, θεωρείται, θεωρείται ότι, τεκμήριο