Прирікати στα ελληνικά
Μετάφραση: прирікати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειμαρμένη, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вторинний στα ελληνικά - δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
- засланець στα ελληνικά - εξορία, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
- ласолюб στα ελληνικά - φιλήδονος
- ліквідування στα ελληνικά - κατάργηση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, κατάλυση, εξάλειψη, αποβολή, εξάλειψης, ...
Τυχαίες λέξεις
Прирікати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
Μεταφράσεις: ειμαρμένη, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής