Прислуговувати στα ελληνικά
Μετάφραση: прислуговувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβρίσκομαι, παρακολουθώ, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait, περιμένω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викрасти στα ελληνικά - απάγω, κλέβω, βουτώ, απαγωγέας, για να, να, σε, ...
- відрахуйте στα ελληνικά - εκπίπτω, vidrahuyte
- глазурувати στα ελληνικά - παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, τον παγετό
- марксисти στα ελληνικά - μαρξιστές, Οι μαρξιστές, μαρξιστών, τους μαρξιστές, των μαρξιστών
Τυχαίες λέξεις
Прислуговувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβρίσκομαι, παρακολουθώ, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait, περιμένω
Μεταφράσεις: παραβρίσκομαι, παρακολουθώ, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait, περιμένω