Прислужник στα ελληνικά
Μετάφραση: прислужник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα
![Прислужник στα ελληνικά Прислужник στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-15051.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- гальванічний στα ελληνικά - γαλβανικός, γαλβανική, γαλβανικής, γαλβανικό, γαλβανικού
- з'єднування στα ελληνικά - μονάδα, συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, σύνδεση, οι συνδέσεις
- зичний στα ελληνικά - διαπεραστικός, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
- листоноша στα ελληνικά - κάρτα, ταχυδρόμος, mailman, ταχυδρόμο, το mailman, στο mailman
Τυχαίες λέξεις
Прислужник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα
Μεταφράσεις: ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα