Прислужник στα ελληνικά

Μετάφραση: прислужник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα
Прислужник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гальванічний στα ελληνικά - γαλβανικός, γαλβανική, γαλβανικής, γαλβανικό, γαλβανικού
  • з'єднування στα ελληνικά - μονάδα, συνδέσεις, συνδέσεων, τις συνδέσεις, σύνδεση, οι συνδέσεις
  • зичний στα ελληνικά - διαπεραστικός, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
  • листоноша στα ελληνικά - κάρτα, ταχυδρόμος, mailman, ταχυδρόμο, το mailman, στο mailman
Τυχαίες λέξεις
Прислужник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακόλουθος, συνοδός, υπάλληλο, συνοδού, θεράποντος, συνακόλουθα