Пришпорювати στα ελληνικά
Μετάφραση: пришпорювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιρούνι, παρακινώ, σπιρουνίζω, κεντρίζω, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брудніть στα ελληνικά - σπιλώνω, ρυπαίνω, κηλιδώνω, λεία, χαλάσει, κακομάθει, να χαλάσει, ...
- відключити στα ελληνικά - απενεργοποιήσετε, απενεργοποίηση, απενεργοποιήστε, να απενεργοποιήσετε, απενεργοποιήσετε την
- компетенція στα ελληνικά - κατανομή, αρμοδιότητα, χωρητικότητα, πραγματογνωμοσύνη, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, ...
- ловкий στα ελληνικά - εύχρηστος, μύγα, επιτήδειος, δύσκολος, πονηρός, πρόχειρος, πετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Пришпорювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιρούνι, παρακινώ, σπιρουνίζω, κεντρίζω, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω
Μεταφράσεις: σπιρούνι, παρακινώ, σπιρουνίζω, κεντρίζω, σουβλί, πούτσος, φαλλός, αγκύλωμα, αγκυλώνω