Κεντρίζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κεντρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кусати, відросток, шпора, відріг, стимул, жало, пришпорювати, тиснуло
Κεντρίζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κεντρίζω

κεντρίζω συνώνυμο, κεντρίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κεντρίζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κενοδοξία στα ουκρανικά - марність, метушня, суєтність, суєта, марнославство, пихатість, пиха
  • κεντρί στα ουκρανικά - кусати, жало, тиснуло
  • κεντρικός στα ουκρανικά - центральний, центрального
  • κεντώ στα ουκρανικά - вартість, вишивати, ціноутворення, розцвічувати
Τυχαίες λέξεις
Κεντρίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кусати, відросток, шпора, відріг, стимул, жало, пришпорювати, тиснуло