Приєднуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: приєднуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκτώμαι, προσχωρώ, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις
- безплідний στα ελληνικά - άγονος, άκαρπος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
- вперто στα ελληνικά - πεισματικά, με πείσμα, επίμονα, πείσμα, επίμονη
- громадянський στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
- купон στα ελληνικά - κουπόνι, τοκομερίδιο, κουπονιού, τοκομεριδίου, τοκομεριδίων
Τυχαίες λέξεις
Приєднуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκτώμαι, προσχωρώ, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: προσκτώμαι, προσχωρώ, προσφέρω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν