Продуктивно στα ελληνικά

Μετάφραση: продуктивно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικότητα, παραγωγικά, παραγωγική, παραγωγικό, αποδοτικά, παραγωγικό τρόπο
Продуктивно στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барабанщик στα ελληνικά - τυμπανιστής, ντράμερ, drummer, τυμπανιστή, τον ντράμερ
  • епілог στα ελληνικά - επίλογος, επίλογο, επίλογό, επιλόγου, τον επίλογο
  • засмутіть στα ελληνικά - ταλαιπωρώ, βασανίζω, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, διαταραχές
  • клерк στα ελληνικά - υπάλληλος, υπάλληλο, γραμματέα, γραμματέας, υπαλλήλου
Τυχαίες λέξεις
Продуктивно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα, παραγωγικά, παραγωγική, παραγωγικό, αποδοτικά, παραγωγικό τρόπο