Παραγωγικότητα στα ουκρανικά
Μετάφραση: παραγωγικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
продуктивно, продуктивність, продуктивності
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραγωγικότητα
παραγωγικότητα επιχειρησης, παραγωγικότητα και αμοιβή εργασίας, παραγωγικότητα στην εκπαίδευση, παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, παραγωγικότητα εργασίας τυπος, παραγωγικότητα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παραγωγικότητα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παραγωγή στα ουκρανικά - ємність, плоди, видобуток, продукт, продукція, результат, виріб, ...
- παραγωγικός στα ουκρανικά - родючий, плодючий, виробництва, результативний, вироблюваний, плідний, продуктивної, ...
- παραγωγός στα ουκρανικά - вироблений, виробник
- παραδέρνω στα ουκρανικά - борсання, плутатись, борсатись, плутатися, камбала, камбали
Τυχαίες λέξεις
Παραγωγικότητα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: продуктивно, продуктивність, продуктивності
Μεταφράσεις: продуктивно, продуктивність, продуктивності