Проникливість στα ελληνικά
Μετάφραση: проникливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відчужити στα ελληνικά - αλλοτριώνω, αποξενώνω, αποξενώσει, αποξενώνουν, αποξενώσουν, αποξενώνει, αποξενώνουν τους
- застійтеся στα ελληνικά - zastiytesya
- карлик στα ελληνικά - νάνος, επισκιάζω, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
- ліногравюра στα ελληνικά - λινογραφία, μέθοδο του Λινολαιογραφήματος
Τυχαίες λέξεις
Проникливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης
Μεταφράσεις: διορατικότητα, αγχίνοια, οξύνοια, διάκριση, διακρίσεις, διείσδυση, διείσδυσης, τη διείσδυση, η διείσδυση, της διείσδυσης