Просвітити στα ελληνικά
Μετάφραση: просвітити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дуплет στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
- загострити στα ελληνικά - ξύνω, αλέθω, αγγαρεία, λιώνω, ακονίζω, τρίζω, οξύνει, ...
- карлик στα ελληνικά - νάνος, επισκιάζω, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
- кваліфікованість στα ελληνικά - αποτελεσματικότητα, προσόν, Αξιολόγηση, προσόντων, προσόντα, προεπιλογής
Τυχαίες λέξεις
Просвітити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
Μεταφράσεις: διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση