Просуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: просуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, προχωρώ, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відходити στα ελληνικά - περικόπτω, αναχωρούν, αναχωρήσει, αποκλίνουν, αναχωρούμε, αναχωρήσουν
- двократно στα ελληνικά - δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, δις
- зміщення στα ελληνικά - μετάφραση, εκτόπισμα, μετατόπιση, μετατόπισης, μετατοπίσεως, εκτοπίσματος
- ледь-ледь στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
Τυχαίες λέξεις
Просуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, προχωρώ, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις: πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, προχωρώ, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει