Пустота στα ελληνικά
Μετάφραση: пустота, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, κενός, άκυρος, άκυρη, άκυρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асесор στα ελληνικά - εκτιμητής, αξιολογητή, βαθμολογητή, αξιολογητής, βαθμολογητής
- бенкетуючі στα ελληνικά - Piruyuschie
- вальдшнеп στα ελληνικά - μπεκάτσα, μπεκάτσας, την μπεκάτσα, της μπεκάτσας, μπεκάτσες
- змішуватися στα ελληνικά - μείγμα, αναμειγνύεται, ανακατεύουμε, αναμίξτε, ανακατέψτε
Τυχαίες λέξεις
Пустота στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, κενός, άκυρος, άκυρη, άκυρα
Μεταφράσεις: κενό, κενός, άκυρος, άκυρη, άκυρα