Підводити στα ελληνικά
Μετάφραση: підводити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буклет στα ελληνικά - βιβλιαράκι, φυλλάδιο, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου
- вивантаження στα ελληνικά - εκφόρτωση, εκφόρτωσης, την εκφόρτωση, εκφορτώσεως, η εκφόρτωση
- експропріюйте στα ελληνικά - αλλοτριώνω, απαλλοτριώνει, απαλλοτριώσεις, απαλλοτριώνει τις, απαλλοτριώσεις στις, απαλλοτριώνει το
- золотий στα ελληνικά - χρυσός, μάλαμα, χρυσαφένιος, χρυσό, χρυσού, χρυσά, το χρυσό
Τυχαίες λέξεις
Підводити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην
Μεταφράσεις: παρέχω, παροχή, προμήθεια, χορήγηση, αποτυγχάνουν, αποτύχει, αποτύχουν, δεν, μην