Піддатливість στα ελληνικά
Μετάφραση: піддатливість, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευλύγιστος, ελαστικός, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- карлик στα ελληνικά - νάνος, επισκιάζω, νάνο, νάνου, νάνοι, νάνων
- комедія στα ελληνικά - κωμωδία, κωμωδίας, την κωμωδία, κωμωδία του, κομεντί
- краплин στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνες, σταγόνων, πτώσεις
- м'яз στα ελληνικά - μυς, μυών, μυός, μυ, μυϊκή
Τυχαίες λέξεις
Піддатливість στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, ελαστικός, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
Μεταφράσεις: ευλύγιστος, ελαστικός, συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση