Підлизуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: підлизуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, κολακεύω, απορροφούν, απορροφούν τις, ρουφήξει, ρουφά
![Підлизуватися στα ελληνικά Підлизуватися στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-15877.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцептант στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
- алфавіт στα ελληνικά - αλφάβητο, αλφαβήτου, αλφάβητου, αλφαβήτα
- віддзеркалений στα ελληνικά - αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται, αντικατοπτρίζονται, αντανακλώνται, αντανακλούσε
- віра στα ελληνικά - πίστη, πεποίθηση, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
Τυχαίες λέξεις
Підлизуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, κολακεύω, απορροφούν, απορροφούν τις, ρουφήξει, ρουφά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, κολακεύω, απορροφούν, απορροφούν τις, ρουφήξει, ρουφά