Підлизуватися στα ελληνικά

Μετάφραση: підлизуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλιαρίζω, κολακεύω, απορροφούν, απορροφούν τις, ρουφήξει, ρουφά
Підлизуватися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акцептант στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
  • алфавіт στα ελληνικά - αλφάβητο, αλφαβήτου, αλφάβητου, αλφαβήτα
  • віддзеркалений στα ελληνικά - αντανακλάται, αντικατοπτρίζεται, αντικατοπτρίζονται, αντανακλώνται, αντανακλούσε
  • віра στα ελληνικά - πίστη, πεποίθηση, πίστης, την πίστη, πίστεως, πίστει
Τυχαίες λέξεις
Підлизуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλιαρίζω, κολακεύω, απορροφούν, απορροφούν τις, ρουφήξει, ρουφά