Піднести στα ελληνικά

Μετάφραση: піднести, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση
Піднести στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • законний στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
  • заходу στα ελληνικά - λυκόφως, δύση, δυτικός, δυτικά, West, δυτική
  • корпус στα ελληνικά - κέλυφος, μπαούλο, θάλαμος, θαλάμη, σεντούκι, κοιλότητα, σώμα, ...
  • курити στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Τυχαίες λέξεις
Піднести στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, βελτιώνω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, αυξηθεί, την αύξηση