Підозрювати στα ελληνικά

Μετάφραση: підозрювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποπτεύομαι, δυσπιστία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Підозрювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • апетитний στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
  • деїзм στα ελληνικά - Ντεϊσμός, ντεϊσμού, ντεϊσμό, θεϊσμό, ο ντεϊσμός
  • звеличувати στα ελληνικά - εκθειάζω, εξυψώ, Exalt, εξυψώνουν, εξυψώνω
  • людства στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
Τυχαίες λέξεις
Підозрювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποπτεύομαι, δυσπιστία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων