Підпорядковуватися στα ελληνικά
Μετάφραση: підпорядковуватися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τόξο, κόμπος, φιόγκος, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безсердечність στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- запити στα ελληνικά - προτομή, έρευνες, ερευνών, ερωτήσεις, έρευνα, τις έρευνες
- змусити στα ελληνικά - εξαναγκάζω, δύναμη, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
- зіпсований στα ελληνικά - άτακτος, κακομαθημένος, χαλασμένος, χαλασμένο, χάλασε, κακομαθημένο
Τυχαίες λέξεις
Підпорядковуватися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τόξο, κόμπος, φιόγκος, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Μεταφράσεις: τόξο, κόμπος, φιόγκος, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν