Підробити στα ελληνικά
Μετάφραση: підробити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, νοθεύω, αλλοιώνω, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- викидання στα ελληνικά - εκτίναξη, εξώθησης, εκτίναξης, εκτόξευσης, εκτόξευση
- вила στα ελληνικά - πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, πηρούνι
- витривалість στα ελληνικά - αντοχή, αντοχής, την αντοχή, της αντοχής, συνεχούς
- говір στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
Τυχαίες λέξεις
Підробити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, νοθεύω, αλλοιώνω, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε
Μεταφράσεις: πλαστός, κάλπικος, πλαστογραφία, νοθεύω, αλλοιώνω, σιδηρουργείο, σφυρηλατήσει, δημιουργήσουν, σφυρηλατήσουν, σφυρηλατήσουμε