Πλαστογραφία στα ουκρανικά
Μετάφραση: πλαστογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлог, підроблення, фальшивка, підробити, шахрайство, підробка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλαστογραφία
πλαστογραφία υπογραφής, πλαστογραφία δημοσίου εγγράφου ποινη, πλαστογραφία ποινικός κώδικας, πλαστογραφία άρθρο 216, πλαστογραφία μετά χρήσεως, πλαστογραφία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλαστογραφία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πλασματικός στα ουκρανικά - фіктивний, фіктивне, фіктивну, фіктивного
- πλαστικός στα ουκρανικά - штукатурка, пластик
- πλαστός στα ουκρανικά - підроблювати, фальшивка, обманути, обманщик, підробка, шахрайство, підробити, ...
- πλατέως στα ουκρανικά - широкий, plateos
Τυχαίες λέξεις
Πλαστογραφία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підлог, підроблення, фальшивка, підробити, шахрайство, підробка
Μεταφράσεις: підлог, підроблення, фальшивка, підробити, шахрайство, підробка