Пік στα ελληνικά
Μετάφραση: пік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφή, κορυφώνω, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
![Пік στα ελληνικά Пік στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-16065.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вечірка στα ελληνικά - ψυχαγωγία, ξανασμίγω, βράδι, βράδυ, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, κόμμα, ...
- глобус στα ελληνικά - υφήλιος, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
- дозрівання στα ελληνικά - γήρανση, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, κυοφορία, μεστός, ωρίμανση, ...
- косметика στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
Τυχαίες λέξεις
Пік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφή, κορυφώνω, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Μεταφράσεις: κορυφή, κορυφώνω, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη