Пік στα ελληνικά

Μετάφραση: пік, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορυφή, κορυφώνω, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη
Пік στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вечірка στα ελληνικά - ψυχαγωγία, ξανασμίγω, βράδι, βράδυ, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, κόμμα, ...
  • глобус στα ελληνικά - υφήλιος, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
  • дозрівання στα ελληνικά - γήρανση, ωριμάζω, μεστώνω, ώριμος, κυοφορία, μεστός, ωρίμανση, ...
  • косметика στα ελληνικά - μακιγιάζ, makeup, το μακιγιάζ, καθρέφτη μακιγιάζ, μακιγιάζ των
Τυχαίες λέξεις
Пік στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορυφή, κορυφώνω, αιχμή, αιχμής, κορυφής, μέγιστη