Пісковик στα ελληνικά

Μετάφραση: пісковик, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμμόλιθος, αμμόπετρα, ψαμμίτη, ψαμμίτης, από ψαμμίτη
Пісковик στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • засновування στα ελληνικά - ίδρυμα, πρωτοβουλία, θεμέλιο, ίδρυση, βάθρο, βάση, zasnovuvannya
  • збільшувальний στα ελληνικά - μεγεθυντικός, φακό, μεγεθυντικό, φακού, φακός
  • каліка στα ελληνικά - ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
  • метри στα ελληνικά - μετρικός, μέτρα, μετρητές, μέτρων, μ, μακριά
Τυχαίες λέξεις
Пісковик στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμμόλιθος, αμμόπετρα, ψαμμίτη, ψαμμίτης, από ψαμμίτη