Радитись στα ελληνικά
Μετάφραση: радитись, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Μεταφράσεις
- безсердечність στα ελληνικά - απανθρωπιά, σκληρότητα, σκληρότητας, τη σκληρότητα, βαναυσότητα, αγριότητα
- взаємність στα ελληνικά - ρεσιτάλ, αμοιβαιότητα, αμοιβαιότητας, της αμοιβαιότητας, την αμοιβαιότητα, η αμοιβαιότητα
- деформація στα ελληνικά - παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
- корінний στα ελληνικά - ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Τυχαίες λέξεις
Радитись στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται
Μεταφράσεις: χορηγώ, προσφέρω, συσκέπτομαι, συμβουλευτείτε, συμβουλεύεται, συμβουλευθείτε, διαβουλεύεται, συμβουλεύονται