Рахунок στα ελληνικά
Μετάφραση: рахунок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- близнята στα ελληνικά - δίδυμα, διδύμων, τα δίδυμα, δίδυμοι, δίδυμες
- грамота στα ελληνικά - δίπλωμα, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, τσάρτερ, charter
- кружок στα ελληνικά - Cirque, το Cirque, του Cirque
- люб'язно στα ελληνικά - ευγενικά, με χάρη, graciously, ευγενώς, σπλαχνικά
Τυχαίες λέξεις
Рахунок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες
Μεταφράσεις: σκορ, αναφορά, αναχαιτίζω, σταματώ, σκοράρω, εικοσαριά, καρέ, ανακόπτω, σημασία, λογαριασμός, κιμωλία, δαπάνη, έξοδο, βάρος, έξοδα, δαπάνες