Речовина στα ελληνικά

Μετάφραση: речовина, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράμα, ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
Речовина στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вмирати στα ελληνικά - χωρίζω, αποθνήσκω, μερίδιο, τεζάρω, χάνομαι, πεθάνω, πεθαίνω, ...
  • депо στα ελληνικά - αποβάλλω, παράγκα, καλύβα, σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, ...
  • звичайний στα ελληνικά - γενικός, φυσιολογικός, κανονικός, στρατηγός, συνήθης, κοινός, συμβατικός, ...
  • квакати στα ελληνικά - κοάζω, γκρινιάζω, croak, κράζω, αποθνήσκω, κρωγμός
Τυχαίες λέξεις
Речовина στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράμα, ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες