Роботи στα ελληνικά
Μετάφραση: роботи, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπιάζω, εργασία, εργάζομαι, του, από, της, των
Μεταφράσεις
- автоматизувати στα ελληνικά - αυτοματοποιώ, αυτοματοποιήσει, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιήσουν, αυτοματοποιούν, αυτοματοποίηση των
- анітрохи στα ελληνικά - δεν, καθόλου, και καθόλου, δεν είναι καθόλου, δεν ήταν καθόλου, διόλου
- громити στα ελληνικά - ροπαλοφόρος, κτύπημα, κουρκούτι, κτυπήματος, κουρκουτιού
- клятьбу στα ελληνικά - ανάθεμα, κατάρα, συνωμοσία, συνωμοσίας, συνομωσία, συνομωσίας, συνωμοσία για
Τυχαίες λέξεις
Роботи στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπιάζω, εργασία, εργάζομαι, του, από, της, των
Μεταφράσεις: κοπιάζω, εργασία, εργάζομαι, του, από, της, των