Κοπιάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κοπιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роботи, MOIL
Κοπιάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπιάζω

κοπιάζω συνώνυμα, κοπιάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κοπιάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κοπή στα ουκρανικά - відтяти, скорочення, вирізати, утікати, рана, різання, різка, ...
  • κοπανίζω στα ουκρανικά - бити, бити на, битиме
  • κοπιαστικός στα ουκρανικά - робота, старанний, виснажливий, утомливий, стомлюючий, втомливий, стомливий
  • κοπριά στα ουκρανικά - удобрювати, удобрити, гній, слизи, звільняти, визволяти, добриво
Τυχαίες λέξεις
Κοπιάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: роботи, MOIL