Розбещувати στα ελληνικά
Μετάφραση: розбещувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відносини στα ελληνικά - σχέση, αφορά, σχετικά, σχέση με, όσον αφορά
- граматичний στα ελληνικά - γραμματική, γραμματικές, γραμματικά, γραμματικών, της γραμματικής
- гідравліка στα ελληνικά - υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικά, υδραυλικό σύστημα, υδραυλικά συστήματα
- ласт στα ελληνικά - κουπί, πτερύγια, πτερυγίων, τα πτερύγια, πτερυγίων του, των πτερυγίων
Τυχαίες λέξεις
Розбещувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα
Μεταφράσεις: μαγαρίζω, κηλιδώνω, λερώνω, βεβηλώνω, διεφθαρμένος, διεφθαρμένη, κατεστραμμένο, διεφθαρμένο, διεφθαρμένα