Βεβηλώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: βεβηλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розбещувати, профанувати, дефіле, опоганювати
Βεβηλώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βεβηλώνω

βεβηλώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βεβηλώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βεβαιώνομαι στα ουκρανικά - ручитися, гарантувати, гарантуйте, забезпечити, Я
  • βεβαιώνω στα ουκρανικά - затверджувати, підтверджувати, переконати, запевнити, упевнити, гарантувати, затвердити, ...
  • βεζίρης στα ουκρανικά - тобто, візир, візире
  • βελάζω στα ουκρανικά - мекати, мукати, бекати, бекання, блеять
Τυχαίες λέξεις
Βεβηλώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розбещувати, профанувати, дефіле, опоганювати