Розглянути στα ελληνικά
Μετάφραση: розглянути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβλέπω, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- громада στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας, κοινωνία
- гірський στα ελληνικά - αγύρτης, βαθμίδα, ορειβάτης, κατατάσσω, βαθμολογώ, βαθμός, βουνό, ...
- діяльність στα ελληνικά - κατοχή, επάγγελμα, εργασία, κατάληψη, δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
- лівійський στα ελληνικά - ψείρα, Λίβυος, λιβυκός, Λιβύης, Λιβυκό, της Λιβύης
Τυχαίες λέξεις
Розглянути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβλέπω, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης
Μεταφράσεις: διαβλέπω, ανασκόπηση, αναθεώρηση, κριτική, επανεξέταση, επανεξέτασης