Διαβλέπω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпізнавати, відчути, розрізнювати, розглянути, усвідомлювати, розуміти, відчувати, розумію, Понимаю
Διαβλέπω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαβλέπω

διαβλέπω ετυμολογια, διαβλέπω λεξικο, διαβλέπω ορισμός, διαβλέπω βικιπαιδεια, διαβλέπω συνωνυμο, διαβλέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαβλέπω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαβιβάζω στα ουκρανικά - переведіть, передавати, перевозити, переправляти, надсилати, передаватимуть
  • διαβιβαστής στα ουκρανικά - радіопередавач, відправник, передатчик, передавач, експедитор
  • διαβολή στα ουκρανικά - обмова, наклеп, наклепи
  • διαβολικός στα ουκρανικά - жахливий, пустотливий, пустотливе, пустотлива, дещо пустотливий
Τυχαίες λέξεις
Διαβλέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: розпізнавати, відчути, розрізнювати, розглянути, усвідомлювати, розуміти, відчувати, розумію, Понимаю