Розділ στα ελληνικά
Μετάφραση: розділ, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρήτρα, παράγραφος, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дрюк στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, Drucat
- екзотичний στα ελληνικά - εξωτικός, εξωτικά, εξωτικό, εξωτικών, εξωτική
- запав στα ελληνικά - ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, διακόπτης, ασφάλεια, ασφαλειών, ασφάλειας, ...
- засушливий στα ελληνικά - ξήρανση, ξήρανσης, ξηράνσεως, στέγνωμα, την ξήρανση
Τυχαίες λέξεις
Розділ στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρήτρα, παράγραφος, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο
Μεταφράσεις: ρήτρα, παράγραφος, τμήμα, ενότητα, παράγραφο, τμήματος, σημείο