Розкладатися στα ελληνικά

Μετάφραση: розкладатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, αποσυνθέτω, αποσυντεθούν, αποσυντίθενται, αποσυντεθεί, αποσυντίθεται, αποσυνθέσει
Розкладатися στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдале στα ελληνικά - επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχείς, επιτυχούς
  • завидний στα ελληνικά - τροφαντός, παχουλός, ζηλευτός, αξιοζήλευτη, αξιοζήλευτο, ζηλευτή, ζηλευτό
  • кордонний στα ελληνικά - περιστολή, οριακός, περιορισμός, αλλοδαπός, ξένος, Εξωτερικών, Εξωτερικών της, ...
  • косоокий στα ελληνικά - γκαβός, αλλήθωρος, στραβίζει, στραβισμό, με σύγκλιση, έχει στραβισμό
Τυχαίες λέξεις
Розкладатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, αποσυνθέτω, αποσυντεθούν, αποσυντίθενται, αποσυντεθεί, αποσυντίθεται, αποσυνθέσει