Розкопувати στα ελληνικά
Μετάφραση: розкопувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάβω, ανακαλύπτω, σκάψουν έξω, να ανακαλύπτω, σκάψουν, σκάβουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аксіальна στα ελληνικά - αξονικός, αξονική, αξονικό, αξονικής, αξονικού
- безвідплатний στα ελληνικά - χαριστικά, χαριστικών, χαριστικής αιτίας, εκ χαριστικής αιτίας, σκηνές άσκοπης
- жиріти στα ελληνικά - παχαίνω, παχύνουν, παχαίνουν, την πάχυνση, πάχυνση των
- капсула στα ελληνικά - κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
Τυχαίες λέξεις
Розкопувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάβω, ανακαλύπτω, σκάψουν έξω, να ανακαλύπτω, σκάψουν, σκάβουμε
Μεταφράσεις: σκάβω, ανακαλύπτω, σκάψουν έξω, να ανακαλύπτω, σκάψουν, σκάβουμε