Розтягнення στα ελληνικά
Μετάφραση: розтягнення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεντώνω, πλοκή, στροφή, τέντωμα, διηθώ, ζόρι, καμπή, ένταση, στραμπουλίζω, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анітрохи στα ελληνικά - δεν, καθόλου, και καθόλου, δεν είναι καθόλου, δεν ήταν καθόλου, διόλου
- ведучий στα ελληνικά - δυνατός, ισχυρός, δυναμικός, οδήγηση, οδήγησης, οδηγήσεως, την οδήγηση, ...
- втручання στα ελληνικά - συνέντευξη, παρέμβαση, παρέμβασης, παρεμβάσεως, επέμβαση, επέμβασης
- заманити στα ελληνικά - δελεάζω, δέλεαρ, θέλγητρο, δόλωμα, γοητεία, δολώματος
Τυχαίες λέξεις
Розтягнення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεντώνω, πλοκή, στροφή, τέντωμα, διηθώ, ζόρι, καμπή, ένταση, στραμπουλίζω, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
Μεταφράσεις: τεντώνω, πλοκή, στροφή, τέντωμα, διηθώ, ζόρι, καμπή, ένταση, στραμπουλίζω, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους