Розтікатися στα ελληνικά
Μετάφραση: розтікатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις
- безперспективний στα ελληνικά - απελπισμένος, απελπιστική, χωρίς ελπίδα, μάταιο, μάταιη
- вимазаний στα ελληνικά - ακυρώθηκε, ακυρώσεις, ακυρωθεί, ακυρώσεις τουλάχιστον, ακυρώνεται
- відламуватися στα ελληνικά - τσιπ, φεύγω, ξεκολλώ, έρθει μακριά, να φύγει, φύγει
- дзюрчати στα ελληνικά - ανταπαντώ, συμπλέκομαι, αντίλογος, απαντώ, κυματισμός, κυμάτωση, κυμάτωσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Розтікатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής
Μεταφράσεις: διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, διάδοση, εξάπλωση, εξάπλωσης, διάδοσης, εξάπλωσής