Διοχετεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διοχετεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
паз, посилати, передати, відправляти, шпунт, передайте, фарватер, швелер, розтікатися, шлях, дренаж
Διοχετεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διοχετεύω

διοχετεύω στα αγγλικά, διοχετεύω σημασια, διοχετεύω αγγλικά, διοχετεύω συνώνυμο, διοχετεύω λεξικό, διοχετεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διοχετεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διορθώνω στα ουκρανικά - вірний, корегувати, виправити, точний, правильний, правильну, правильна
  • διορισμός στα ουκρανικά - призначання, меблі, посада, означення, визначення, призначення
  • διπλανός στα ουκρανικά - примкнення, поруч, поряд, рядом, поблизу, низкою
  • διπλαρώνω στα ουκρανικά - вітайте, перекриття
Τυχαίες λέξεις
Διοχετεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: паз, посилати, передати, відправляти, шпунт, передайте, фарватер, швелер, розтікатися, шлях, дренаж