Рука στα ελληνικά
Μετάφραση: рука, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδίνω, δίνω, δείκτης, χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Μεταφράσεις
- аварійний στα ελληνικά - επείγον, έκτακτης ανάγκης, επείγουσα, ανάγκης, επείγουσας
- влаштовування στα ελληνικά - σύνταγμα, ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης
- відокремте στα ελληνικά - ορίζω, διατάσσω, προβλέπω, ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ξεχωριστή, ...
- жорстоко στα ελληνικά - μενεξές, άγρια, απάνθρωπα, σκληρά, αυστηρά, δριμύτατα, σκληρότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Рука στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, δείκτης, χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά
Μεταφράσεις: παραδίνω, δίνω, δείκτης, χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, μεριά