Руль στα ελληνικά
Μετάφραση: руль, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, τιμονιού, του τιμονιού, το τιμόνι, χειρολαβή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- альтруїстичний στα ελληνικά - αλτρουιστικός, αλτρουιστική, αλτρουιστικά, αλτρουιστικό, αλτρουιστικής
- відокремлює στα ελληνικά - χωρίζει, αποχωρίζεται, διαχωρίζεται, διαχωρίζει, αποβάλλεται
- гіацинт στα ελληνικά - γρύλος, υάκινθος, υάκινθου, υακίνθου, υάκυνθος, υάκινθος του
- забезпечений στα ελληνικά - υπό την προϋπόθεση, παρέχεται, υπό τον όρο, παρέχονται, προβλέπεται
Τυχαίες λέξεις
Руль στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, τιμονιού, του τιμονιού, το τιμόνι, χειρολαβή
Μεταφράσεις: πηδάλιο, δοιάκι, τιμόνι, τιμονιού, του τιμονιού, το τιμόνι, χειρολαβή