Πηδάλιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: πηδάλιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
врядування, стерно, стеблина, управління, руль, кермо, керманич
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πηδάλιο
ιερό πηδάλιο, πηδάλιο αλεξανδρούπολη, πηδάλιο ορισμός, πηδάλιο της εκκλησίας, πηδάλιο κανών θ, πηδάλιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πηδάλιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πηγαίνω στα ουκρανικά - подітися, їздити, іти, ходити, їхати, поїхати, йти
- πηγούνι στα ουκρανικά - підборіддя
- πηδώ στα ουκρανικά - гіганти, нахилений, стрибати
- πηνίο στα ουκρανικά - обмотка, шум, мотузка, вірьовка, кільце, обмотати, котушка, ...
Τυχαίες λέξεις
Πηδάλιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: врядування, стерно, стеблина, управління, руль, кермо, керманич
Μεταφράσεις: врядування, стерно, стеблина, управління, руль, кермо, керманич