Δοιάκι στα ουκρανικά
Μετάφραση: δοιάκι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хлібороб, кермо, землероб, руль, стерно, культиватор
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοιάκι
το δοιάκι, δοιάκι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δοιάκι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διότι στα ουκρανικά - тому, бо, оскільки, внаслідок, унаслідок, тому що
- διώρυγα στα ουκρανικά - канал, проходе, прохід
- δοκάρι στα ουκρανικά - можливо, з, із, зі, через, из
- δοκίμια στα ουκρανικά - нарис, намагатися, стаття, есе, есеї, есеїв, ессе
Τυχαίες λέξεις
Δοιάκι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хлібороб, кермо, землероб, руль, стерно, культиватор
Μεταφράσεις: хлібороб, кермо, землероб, руль, стерно, культиватор