Рятування στα ελληνικά
Μετάφραση: рятування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρευνα, απονομή, σωτηρία, απαλλαγή, διάσωση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Μεταφράσεις
- брутально στα ελληνικά - πρόχειρα, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, κατά προσέγγιση
- горючість στα ελληνικά - ευφλεκτότητα, ευφλεκτότητας, αναφλεξιμότητας, εύφλεκτα, καυσιμότητα
- емігрант στα ελληνικά - απόδημος, μετανάστη, απόδημου, μετανάστης, αποδήμων
- зеленуватий στα ελληνικά - πρασινωπός, πράσινος, πρασινωπό, πρασινωπή, πρασινωπές, πρασινωπού
Τυχαίες λέξεις
Рятування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρευνα, απονομή, σωτηρία, απαλλαγή, διάσωση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής
Μεταφράσεις: έρευνα, απονομή, σωτηρία, απαλλαγή, διάσωση, διάσωσης, τη διάσωση, περισυλλογής