Сак στα ελληνικά

Μετάφραση: сак, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί
Сак στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • видача στα ελληνικά - παραδίδω, διανομή, παράδοση, παράδοσης, παροχής, παροχή
  • встати στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, αύξηση, αυξηθεί, αυξηθούν, αυξάνεται, ...
  • заміжня στα ελληνικά - παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένη, παντρεμένοι
  • кастрація στα ελληνικά - ευνουχισμός, ευνουχισμό, ευνουχισμού, τον ευνουχισμό, ο ευνουχισμός
Τυχαίες λέξεις
Сак στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολύω, τσουβάλι, σάκος, λεηλασία, σάκο, σακί