Самовпевнений στα ελληνικά
Μετάφραση: самовпевнений, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντονος, προϋποθέτω, τόλμημα, αυτάρκης, γενναίος, υπόλειμμα, θαρραλέος, βέβαιος, σίγουρος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- візуалізація στα ελληνικά - οπτικά, οραματισμός, οπτικοποίηση, απεικόνιση, απεικόνισης, οπτικοποίησης
- ентомолог στα ελληνικά - εντομολόγος, εντομολόγου, entomologist, εντομολόγο, ο εντομολόγος
- збудувати στα ελληνικά - μπόι, χτίζω, κατασκευάζω, οικοδομώ, ανάστημα, κορμοστασιά, κατασκευή, ...
- кольт στα ελληνικά - πουλάρι, Colt, το πουλάρι, η Colt, την Colt
Τυχαίες λέξεις
Самовпевнений στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντονος, προϋποθέτω, τόλμημα, αυτάρκης, γενναίος, υπόλειμμα, θαρραλέος, βέβαιος, σίγουρος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι
Μεταφράσεις: έντονος, προϋποθέτω, τόλμημα, αυτάρκης, γενναίος, υπόλειμμα, θαρραλέος, βέβαιος, σίγουρος, πεπεισμένος, αυτοπεποίθηση, σίγουροι