Γενναίος στα ουκρανικά

Μετάφραση: γενναίος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хоробрий, крутий, мужній, відважний, самовпевнений, рельєфний, сміливий, хоробра
Γενναίος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενναίος

γενναίος ετυμολογία, γενναίος τηλέμαχος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος συνώνυμο, γενναίος αντίθετο, γενναίος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γενναίος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γεννήτρια στα ουκρανικά - генератор, виробник
  • γενναία στα ουκρανικά - хоробрий, хоробра
  • γενναιοδωρία στα ουκρανικά - великодушність, щедрість, шляхетність, щедрость
  • γενναιόδωρα στα ουκρανικά - великодушно, щедро
Τυχαίες λέξεις
Γενναίος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: хоробрий, крутий, мужній, відважний, самовпевнений, рельєфний, сміливий, хоробра